Στο προηγούμενο άρθρο ανέπτυξα σε συντομία και μέσα από απτά παραδείγματα, ότι έχουμε μεγαλώσει με εσφαλμένες αντιλήψεις για το τι μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους και επενδύουμε τη ζωή μας και την ενέργεια μας για να τις κατακτήσουμε.
Σε αυτό το άρθρο θα ήθελα να εξηγήσω λίγο ακόμα γιατί οι προσδοκίες μας είναι τόσο εσφαλμένες. Γιατί κάνουμε τόσο κακές προβλέψεις σχετικά με την ευτυχία.
1. Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται να συνειδητοποιήσετε είναι ότι το μυαλό σας κρίνει τα πράγματα όχι ως απόλυτα, αλλά σε σύγκριση με κάτι άλλο.
Για παράδειγμα, έχουμε τον παρακάτω σχήμα, γνωστό και ως ψευδαίσθηση του Ebbinghaus.
Η ψευδαίσθηση που δημιουργείται είναι ότι οι δύο πορτοκαλί κύκλοι είναι διαφορετικού μεγέθους, και συγκεκριμένα, το δεξί είναι πιο μεγάλο. Στην πραγματικότητα, έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος όπως μπορείτε να δείτε όταν αφαιρέσουμε τους γκρι κύκλους. Αυτοί οι γκρι κύκλοι είναι τα σημεία αναφοράς που μας εμποδίζουν να δούμε τους πορτοκαλί κύκλους στο σωστό, ίδιο, μέγεθος τους. Μπορούμε να τους δούμε μόνο σε συσχέτιση.
Και δυστυχώς, αυτός είναι ο τρόπος που κρίνουμε συνέχεια τα πάντα στη ζωή μας – σε σχέση με άλλα πράγματα με τα οποία ερχόμαστε σε επαφή – και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπερδεύεται η κρίση μας για το τι πραγματικά μας ενδιαφέρει. Κρίνουμε τα είδη των γεγονότων που συμβαίνουν στη ζωή μας, όσο καλά και εάν είναι, σε σχέση με τους άλλους. Και το σύνηθες είναι ότι κρίνουμε τους εαυτούς μας σε σχέση με σημεία αναφοράς που μας κάνουν να νιώθουμε χειρότερα από ό,τι αξίζουμε.
Μια σχετική μελέτη από τους Medvec & συνεργάτες (1975) εξετάζει τους αθλητές που έχουν κατακτήσει κάποιο μετάλλιο και το επίπεδο ευτυχίας που νιώθουν. Αυτές οι μελέτες δείχνουν ότι ο χρυσός αθλητής συχνά αποτελεί σημείο αναφοράς για την ευτυχία των άλλων. Συγκεκριμένα, υπάρχει διαφορά μεταξύ του συναισθήματος ευτυχίας που αισθάνονται οι ασημένιοι και οι μπρούτζινοι αθλητές, μόλις μαθαίνουν ότι έχουν κερδίσει ένα μετάλλιο και αφού βρεθούν στο βάθρο μαζί με τους άλλους συναδέλφους. Μεγαλύτερη πρόκληση αντιμετωπίζουν οι ασημένιοι αθλητές, όπου τα επίπεδα ευτυχίας τους είναι συγκριτικά μειωμένα και πέφτουν ακόμα περισσότερο όταν ανέβουν στο βάθρο. Η σκέψη ότι πήραν ένα μετάλλιο ανάμεσα σε τόσους αθλητές, τους ξεφεύγει. Η σκέψη που φαίνεται να τους βαραίνει είναι η παραλίγο απόκτηση του χρυσού μεταλλίου και έτσι νιώθουν απογοήτευση. Σε αντιπαράθεση, οι μπρούτζινοι αθλητές δηλώνουν πολύ πιο χαρούμενοι, πιθανών με την σκέψη ότι τα κατάφεραν να μπουν στην τριάδα.
Άλλα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν αυτή την τάση των ανθρώπων μπορούμε να βρούμε και στην καθημερινότητα μας, είτε αυτά αφορούν το κυνήγι των υψηλών βαθμών, του τέλειου σώματος, του καλού μισθού κτλ. Για παράδειγμα, το πως αξιολογούμε μια καλή δουλειά κρίνεται κυρίως από το εάν ο μισθός της είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος από τον δικό μας. Μελέτες έχουν δείξει ότι συγκρίνουμε το τώρα με το παρελθόν μας και με τις επιθυμίες μας. Αυτό είναι το δικό μας προσωπικό σημείο αναφοράς. Σε μία τέτοια μελέτη που έγινε στην Αμερική, άνθρωποι ρωτήθηκαν τι μισθό χρειάζονται για να είναι ευτυχισμένοι. Τα συμπεράσματα είναι εντυπωσιακά συνεπή: δήλωσαν ότι για κάθε δολάριο που παίρνουν σήμερα, χρειάζονται τουλάχιστον +1.40 δολάρια ακόμα. Και αυτό συμβαίνει σε κάθε περίπτωση. Για παράδειγμα, εάν ο μισθός ενός ανθρώπου είναι 30,000 δολάρια δηλώνουν ότι 50,000 δολάρια είναι ένας τέλειος μισθός. Αυτός όμως που κερδίζει 100,000 δολάρια, δηλώνει ότι ο τέλειος μισθός δεν είναι 50,000 (όπως οι προηγούμενοι) αλλά 250,000 δολάρια δηλαδή 2.5 δολάρια/δολάριο παραπάνω. Και αυτός ο αριθμός προσαυξάνεται διαρκώς, με αποτέλεσμα να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι.
Παρόλα αυτά, το πιο κρίσιμο και ενοχλητικό σημείο αναφοράς και αυτό που νομίζω ότι μας επηρεάζει περισσότερο σε όποιο περιβάλλον και εάν βρισκόμαστε, δεν είναι το δικό μας σημείο αναφοράς – δηλαδή που βρισκόμαστε τώρα ή που ήμασταν πριν. Είναι το σημείο αναφοράς για το πού βρίσκονται άλλοι άνθρωποι. Είναι οι κοινωνικές μας συγκρίσεις.
Μας ενδιαφέρει πολύ το πού βρισκόμαστε σε σχέση με άλλους ανθρώπους, ακόμη περισσότερο και από το δικό μας απόλυτο επίπεδο. Αυτό αναφέρεται στην ψυχολογία ως κοινωνική σύγκριση και είναι ο τρόπος που συνήθως αξιολογούμε τον εαυτό μας. Είτε πρόκειται για το εισόδημα, τις ικανότητες, την ομορφιά ή τους βαθμούς μας. Συγκρινόμαστε συνεχώς με άλλους για να βγάλουμε συμπέρασμα για το που βρισκόμαστε εμείς, σε ό,τι και αν κάνουμε.
Οι Clark & Oswald του οικονομικού τμήματός του Πανεπιστημίου του Warrick διεξήγαγαν το 1996 μεγάλη έρευνα σε 5.000 Βρετανούς εργαζόμενους σε διάφορες θέσεις εργασίας. Ένα από τα βασικά τους ευρήματα ήταν ότι η ικανοποίηση ενός ατόμου από τη δουλειά του μειώνεται καθώς αυξάνεται το εισόδημα άλλων εργαζομένων. Με άλλα λόγια, εάν αισθάνεστε ότι κερδίζετε λιγότερα χρήματα συγκριτικά με άλλα άτομα που αποτελούν σημεία αναφοράς σας, τότε σας αρέσει η δουλειά σας λιγότερο. Έτσι, αν βρίσκεστε σε ένα μέρος όπου οι συνάδελφοί σας έχουν υψηλότερο μισθό από εσάς, είστε συνήθως λιγότερο ευχαριστημένοι με τη δουλειά σας, ακόμα και εάν δεν μειώνεται το επίπεδο ζωής που μπορείτε να αγοράσετε με τον μισθό σας.
Η μελέτη συνεχίστηκε με ανθρώπους που είναι άνεργοι και υποδεικνύει ότι, όταν ο άνεργος βρίσκεται σε μια περιοχή όπου άλλοι άνθρωποι εργάζονται, αυτό τον επηρεάζει πολύ αρνητικά. Αλλά αν είναι σε μια περιοχή όπου πολλοί άλλοι άνθρωποι είναι άνεργοι, αισθάνεται καλύτερα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι το συνολικό ποσοστό εργασίας γύρω του είναι πραγματικά πολύ χαμηλό.
Το ίδιο συμβαίνει εάν κάποιος είναι υπέρβαρος και ζει ανάμεσα σε υπέρβαρους, εάν είναι πλούσιος και βρίσκεται ανάμεσα σε πλούσιους ανθρώπους, εάν είναι έξυπνος και βρίσκεται ανάμεσα σε έξυπνους ανθρώπους, και ούτως καθεξής.
Συμπερασματικά, είμαστε τόσο επιρρεπείς σε κοινωνικές συγκρίσεις, που το πώς θα νιώσουμε εξαρτάται από το αν και άλλοι άνθρωποι γύρω μας είναι ή δεν είναι στην ίδια κατάσταση,.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο ακραίο όταν συμπεριλάβουμε στην εξίσωση τι θεωρείται λογική κοινωνική σύγκριση. Πολλοί άνθρωποι έχουν επιβαρυμένα σημεία αναφοράς, που αφορούν στις πληροφορίες στις οποίες εκτίθενται καθημερινά ή συχνά. Μελέτη απέδειξε ότι άτομα που παρακολουθούν πολλές ώρες τηλεόραση εκτίθενται μέσω των προγραμμάτων που παρακολουθούν σε υψηλούς μισθούς και εισοδήματα, επίπεδα ομορφιάς, ερωτικές σχέσεις με happy end και ούτως καθεξής – και αυτό τους μπερδεύει. Το αποτέλεσμα είναι ότι νοιώθουν ότι υπολείπονται και αυτό τους κάνει δυστυχείς. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, ή Instagram, όπου όλοι αναρτούν τις καλύτερες στιγμές τους – καταστρέφοντας αυτό που θα ήταν ένα πιο λογικό σημείο αναφοράς για αυτόν και κατά συνέπεια να μην μπορεί να νιώθει ικανοποιημένος.
Πιο συγκεκριμένα, μελέτη από τους Vogel & Συνεργάτες (2014) υποδεικνύει ότι υπάρχει ένας πολύ υψηλός συσχετισμός μεταξύ της νεολαίας που «καταναλώνει» Facebook και της αυτοεκτίμησης. Η συσχέτιση δε αυτή κινείται προς την αρνητική κατεύθυνση. Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερη χρήση του Facebook κάνετε, τόσο χαμηλότερη είναι η αυτοεκτίμησή σας.
Και ίσως εδώ θα μπορούσατε να σκεφτείτε ότι είναι οι άνθρωποι με χαμηλή αυτοεκτίμηση αυτοί που περνούν όλο το χρόνο τους στο Facebook. Όμως, σε μια δεύτερη μελέτη, οι ερωτηθέντες εκτέθηκαν σε ψεύτικες αναρτήσεις, που περιλάμβαναν ανθρώπους που περνούσαν καλά και ανθρώπους που δεν περνούσαν καλά. Η κοινωνική σύγκριση με τους πρώτους είχε πάντοτε ως αποτέλεσμα την μείωση της ποσοστιαίας αυτοεκτίμησής τους και το να πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι. Η σύγκριση προς τα κάτω όμως δεν είχε σημαντική επίδραση στην εκτίμηση προς τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν οδηγούσε δηλαδή στην άνοδο των ποσοστών αυτοεκτίμησης.
Οι έρευνες αυτές δείχνουν ότι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από τα σημεία αναφοράς εμφανίζονται με σημαντικό τρόπο και με τρόπο που δεν προσφέρει κανένα όφελος. Αντίθετα, έχουν εξαιρετικά κακή επίδραση.
Αυτή η γνώση υποδηλώνει ότι, εάν είναι να κάνετε μόνο ένα πράγμα για να οδηγήσετε τον εαυτό σας στην ευτυχία, το γρήγορο και εύκολο είναι η απομάκρυνσή σας από την τηλεόραση και τα μέσα μαζικής δικτύωσης, διότι δεν σας βοηθούν.
Ας περάσουμε τώρα σε κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον.
2. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που εμποδίζει την απρόσκοπτη, συνεχή και μόνιμη ευτυχία μας είναι ότι ο εγκέφαλος μας έχει προγραμματιστεί να προσαρμόζεται σχετικά εύκολα.
Όπως τα μάτια μας εξοικειώνονται στο φως ή στην έλλειψη του μετά από λίγο, έτσι και το μυαλό μας εξοικειώνεται σε ό,τι το περιβάλλει. Αυτή η διαδικασία εξοικείωσης λειτουργεί τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά συμβάντα της ζωής μας, έτσι ώστε τα συναισθήματα που μας γενούν αυτά να εξαλείφονται με την πάροδο του χρόνου.
Αυτό είναι που κάνει πολλά από τα εκπληκτικά πράγματα που θέλουμε, όχι τόσο εκπληκτικά όταν τα αποκτήσουμε. Έτσι, μετά από λίγο καιρό – κατά μέσο όρο δύο χρόνια:
- Η χαρά που νιώθατε όταν μπήκατε στο πανεπιστήμιο έχει πλέον μειωθεί, διότι έχετε συνηθίσει στην ιδέα και αποζητάτε τον επόμενο στόχο
- Η χαρά που νιώσατε την ημέρα του γάμο σας έχει μειωθεί, διότι συνηθίσατε το νέο άτομο στην ζωή σας.
- Η χαρά από μια αύξηση εισοδημάτων έχει πλέον ξεπεραστεί και αποζητάτε την επόμενη
Η επιστήμη πλέον σημειώνει ότι έχουμε την τάση να υπερεκτιμούμε τον συναισθηματικό αντίκτυπο των πραγμάτων με δύο τρόπους, τόσο ως προς την έντασή τους, όσο και ως προς τη διάρκειά τους. Πιστεύουμε ότι η ζωή μας θα είναι καλύτερη όταν αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε και ότι αυτό θα διαρκέσει περισσότερο από ό,τι πραγματικά διαρκεί. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντίστροφα. Πιστεύουμε ότι η ζωή μας θα είναι πολύ χειρότερη εάν κάτι κακό μας συμβεί, και ότι αυτό θα διαρκέσει για πάντα. Όμως, οι προβλέψεις μας δεν επαληθεύονται από τα επιστημονικά δεδομένα.
Για παράδειγμα, Ο Sieff και οι συνεργάτες του εξέτασαν το 1999 τις προβλέψεις των ανθρώπων για το πως θα νιώθουν με τα αποτελέσματα εξετάσεων HIV και τι πραγματικά αισθάνθηκαν τη στιγμή που έλαβαν τα αποτελέσματα. Η κλίμακα μετράει την μέγιστη δυσφορία στους 100 βαθμούς. Βλέπουμε λοιπόν στον παρακάτω πίνακα ότι αυτές οι προβλέψεις είναι μακριά από την πραγματικότητα.
Στην περίπτωση του αρνητικού τεστ, είναι λιγότερο καλά και στην περίπτωση του θετικού τεστ είναι λιγότερο κακά από ότι νόμιζαν οι ερωτηθέντες. Φυσικά και δεν επρόκειτο για την καλύτερη μέρα της ζωής τους όταν κάποιοι ανακάλυπταν ότι είναι θετικοί στον HIV. Ενώ όμως είχαν προβλέψει το μέγιστο δυσφορίας, στην πραγματικότητα αυτό που ένοιωσαν είναι πολύ μικρότερης έντασης. Ούτε αισθάνθηκαν τόσο μεγάλη ανακούφιση όσο νόμιζαν με τα αρνητικά τεστ.
Μια σκέψη που μπορεί να διαπεράσει το μυαλό σας είναι ότι είμαστε ανακριβείς στις προβλέψεις αυτές απλά επειδή δεν τις κάνουμε συχνά. Δεν αντιμετωπίζουμε τακτικά ούτε πολύ καλά ούτε πολύ άσχημα πράγματα. Όμως και εδώ έρχεται η επιστήμη να δείξει μια άλλη εικόνα.
Στην παρακάτω μελέτη του, ο Ayton & Συνεργάτες (2007) μέτρησαν τις προβλέψεις και τα αποτελέσματα νεαρών ατόμων που υποβλήθηκαν σε επαναλαμβανόμενα τεστ οδήγησης κι απέτυχαν. Στο παρακάτω γράφημα βλέπουμε ότι ενώ τα άτομα έχουν προβλέψει ότι τα επίπεδα ευτυχίας τους θα πέσουν πολύ εάν δεν περάσουν το τεστ, αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Ούτε και όταν κόβονται και ξαναδίνουν το τεστ επανειλημμένα. Είναι ολοφάνερο εδώ ότι το μυαλό φαίνεται να ξεχνά προηγούμενες εμπειρίες, οπότε κάνει προβλέψεις που είναι παρόμοιες με τις αρχικές. Και αυτό είναι δείγμα του πόσο ανθεκτικοί είμαστε. Όμως, φαίνεται ότι δεν είμαστε σε θέση να το αντιληφθούμε.
Ο ψυχολόγος Dan Gilbert και οι ομάδα του ανακάλυψαν ότι οι κακές προβλέψεις του μυαλού για την επίδραση που θα έχει ένα γεγονός οφείλονται στο ότι εστιάζουμε την προσοχή μας απόλυτα σε αυτό όταν συμβαίνει. Τείνουμε να σκεφτόμαστε μόνο ένα πράγμα, ξεχνώντας όλα τα άλλα ωραία που συμβαίνουν ή θα μπορούσαν να συμβούν στη ζωή μας. Ας πούμε ότι αντιμετωπίζετε έναν χωρισμό. Θα κάθεστε όλη μέρα και θα θρηνείτε τη διάλυση; Όχι ή όχι για πολύ. Οι φίλοι σας θα σας βγάλουν έξω και θα πάρετε μια ανάσα ή θα δείτε φωτογραφίες κουταβιών στο διαδίκτυο και θα ξεχαστείτε. Δεν είναι ανάγκη να παγιδευτείτε σε αυτό το δύσκολο γεγονός που συμβαίνει. Έχετε μηχανισμούς για να νιώσετε καλύτερα και εμπλέκεστε σε αυτούς τους μηχανισμούς πολύ περισσότερο από ό,τι αντιλαμβάνεστε. Και αυτό είναι το ψυχολογικό ανοσοποιητικό μας σύστημα. Η τάση να προσαρμοζόμαστε και να αντιμετωπίζουμε αρνητικά γεγονότα.
Συμπερασματικά, λοιπόν, σε αυτό το άρθρο συζητήσαμε πώς το μυαλό μας κρίνει τα πράγματα όχι ως απόλυτα, αλλά σε σύγκριση με κάτι άλλο. Και πώς οι προβλέψεις που κάνουμε για το τι θα μας κάνει ευτυχισμένους και για το πόσο αυτό θα διαρκέσει είναι εσφαλμένες. Η επίδραση που έχουν τα πράγματα στη ζωή μας, είτε καλά, είτε κακά, είναι μικρότερη σε ένταση και διάρκεια. Είμαστε πολύ ανθεκτικοί, ακόμα και εάν δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Το μεγάλο ερώτημα που πιθανόν έχετε τώρα στο μυαλό σας είναι, πώς μπορείτε να απενεργοποιήσετε όλες αυτές τις λειτουργίες του μυαλού που μας δυσκολεύουν τη ζωή και δεν μας επιτρέπουν να νιώθετε καλά. Ποιες είναι οι συνήθειες που μπορείτε να υιοθετήσετε για να ξεπεράσετε αυτά τα ενοχλητικά χαρακτηριστικά του Εγκεφάλου.
Και αυτό θα είναι το θέμα του επόμενου άρθρου μας .